- μπον-πο
- Θρησκεία που αναπτύχθηκε στο Θιβέτ και επικρατούσε εκεί πριν εισαχθεί ο βουδισμός, από τον οποίο, ύστερα από μακροχρόνιους αγώνες, απορρόφησε διδασκαλίες και τελετουργίες, αλλά τον επηρέασε κι αυτή με τη σειρά της στη διαμόρφωση του λαμαϊσμού. Η μ.-π. συνίσταται κυρίως σε μια θεωρία για τον σχηματισμό του κόσμου και σε ένα σύνολο τελετουργιών που αποβλέπουν στον εξευμενισμό διάφορων ειδών δαιμόνων και πνευμάτων, τα οποία, κατά τη διδασκαλία της, κατοικούν το σύμπαν. Τα ηθικά και φιλοσοφικά στοιχεία της βασικά μαγικής αυτής θρησκείας έχουν παρθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος από τον βουδισμό του Μεγάλου Οχήματος (Μαχαγιάνα), τον παλιό δηλαδή αντίπαλό της. Κατά την μ.-π., ο κόσμος διαιρείται σε τρία μέρη, που είναι: επάνω, ο ουράνιος χώρος (μκ’ α), έδρα των θεών· στο μέσο η έδρα των ανθρώπων (μπαρ γιουλ)· κάτω τα νερά, που κατοικούνται από ημιθεϊκά σμήνη οφιοειδών νυμφών (κΛου). Ένα θείο ζευγάρι, ο θεός γκΝαμ-γκι γκουν ργκιαλ και η τρομερή σύζυγος του αΠ’γι γκ-Mαν ργκιαλ-μο, κυβερνά τον ουρανό, που είναι διαιρεμένος σε διάφορα επίπεδα, από το πέμπτο των οποίων - το επίπεδο των πνευμάτων ντΜου - κρεμόταν στα αρχαία χρόνια ένα σχοινί, που το συνέδεε με τον κόσμο των ανθρώπων. Ο ουρανός στηρίζεται σε μια στήλη (Τι σε), που κι αυτή στηρίζεται σε μια χρυσή χελώνα, η οποία κολυμπάει στα νερά του σύμπαντος. Στον κόσμο αυτόν, που γεννήθηκε από τον τεμαχισμό ενός αρχέγονου εννεακέφαλου δράκοντα, κυριαρχεί μια θηλυκή θεότητα, που ιππεύει ένα κόκκινο πουλάρι, το οποίο διευθύνουν δαίμονες, νάνοι και γίγαντες (σα μπνταγκ) που πρέπει πάντοτε να εξευμενίζονται.
Dictionary of Greek. 2013.